- λεπτοτέχνημα
- το тонкая, изящная вещь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεπτοτέχνημα — το καλλιτέχνημα που είναι επεξεργασμένο με μεγάλη λεπτότητα, λεπτούργημα, κομψοτέχνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ. λεπτοτεχνήματα από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
λεπτούργημα — το λεπτοτέχνημα, κομψοτέχνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτουργῶ. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ. λεπτουργήματα από το 1844 στον Ι. Καρασούτσα] … Dictionary of Greek